- ἀμύθητον
- ἀμύ̱θητον , ἀμύθητοςmasc/fem acc sgἀμύ̱θητον , ἀμύθητοςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαργιτεία — μαργιτεία, ἡ (Α) [μαργίτης] ηλιθιότητα («φοβοῡμαι γὰρ μὴ προσόφλωμεν ἀμύθητον μαργιτείαν», Φιλόδ.) … Dictionary of Greek